Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Κοίτα! Το φεγγάρι... Βγήκε ξανά βόλτα ο αμαξάς του ονείρου...! Προβάλλει παθιασμένο πίσω απ'τα βουνά, πάντα χλωμό, κουρασμένο... μα ανυπόμονο για το νέο του ταξίδι...
Ταξιδεύει τα βράδια και συλλέγει ψυχές... Είναι προστάτης των νεκρών και φύλακας των μυστικών της νύχτας. Είναι ο απατεώνας με το θλιμμένο πρόσωπο που θα'ρθει κοντά σου και θα ζητήσει λίγη παρέα, ζεστασιά... Είναι ο κλέφτης στο σκοτάδι... Τρυπώνει μες τα σπίτια από τις χαραμάδες και τ' ανοιχτα παραθυρόφυλλα... Τυλίγει τα κορμιά με το σεντόνι του, και με τον πρώτο αναστεναγμό που βγάζουν, τους κλέβει τη πνοή! Την παίρνει μαζί του φεύγοντας και τηνε κάνει σύννεφο, παρηγοριά στη μοναξιά του...
Πήρε και την δικιά μου την πνοή ένα βράδυ... σαν το περίμενα. Όπως κάθε βράδυ το περίμενα στην ακροθαλασσιά... Με τί λαχτάρα το περίμενα! Είχα ακούσει πως είναι χλωμό... και ήθελα να το βάψω αίμα... Είχα ακούσει πως τα μαλλιά του είναι ξανθά, για να περνά από δίπλα σου όμορφο σαν άγγελος και να σε ξεγελά! ...και σκέφτηκα πως θα'ταν ο ιδανικός σύντροφος για μένα, ..γιατί εγώ είχα πιο ξανθά μαλλιά από τα δικά του μα η λάμψη τους χανόταν κάθε νύχτα...
Έκατσα στις πέτρες, έπλεξα τα δίχτυα μου κοντά στα κύματα και το περίμενα... Σηκώθηκε από την κλίνη του αργά, με σιγουριά και ανυπομονησία και γι'αυτό το ταξίδι... Κι εγώ το χάζευα και περίμενα να'ρθει κοντά μου ικέτης... Έκρυψα τα δίχτυα μου και τα έδεσα καλά στα δάχτυλα μου για να είμαι σίγουρη πως όταν θα κάνω να τον χαϊδέψω, δεν θα μου φύγουν απ' τα χέρια και θα τον γραπώσουν μια και καλή, να μην μπορεί να ξεφύγει! Θα έριχνα τα μάγια μου στα μάτια του και θα τον έντυνα στα κόκκινα... Θα γινόμουν βασίλισσα στο άρμα του και τα ξανθά μαλλιά μου θα ανέμιζαν και θα μπερδεύονταν πλάι στα δικά του σε κάθε μας ταξίδι!
Κι έφτασε η στιγμή... Σαν άπλωσε το σεντόνι του επάνω μου, με τύλιξε βίαια κι απαλά σαν αεράκι... Έριξα κι εγώ με όση δύναμη είχα τα δίχτυα μου και γράπωσα το λαιμό του! Με σήκωσε στην αγκαλιά του και με φάσκιωσε σαν το μωρό... Ήταν τόσο ζεστά!
Από κει ψηλά είδα τη γη να φλερτάρει με τη θάλασσα... Γουργούριζαν τα κύματα στα βράχια... Τα βράχια άνοιγαν φωλιές να μπουν τα κύματα και να κουρνιάσουν!...
Κάθε νύχτα ήμουν εκεί... στις παραλίες... πλάι στη θάλασσα... λουζόμουν με την άμμο... μα ποτέ δεν τα'χα δει! ποτέ δεν είχα ακούσει τους ήχους του έρωτά τους!
Είδα από κοντά τον ουρανό και τις πληγές που του αφήνει ο Ήλιος! ¨Οταν η μέρα τελειώσει, πέφτει η μεγαλειότητά του σε ύπνο βαθύ... κι ο ουρανός πενθεί και στέκει μαυροφορεμένος!
Μα πόσο άπληστος μπορεί να γίνει! Ακόμα και μετά το θάνατό του ο Ήλιος θέλει να ξέρει πως κανείς δεν λάμπει σαν κι αυτόν! -...Ίσως μοιάζουμε λιγάκι...- Σκίζει το πένθος τ' ουρανού κι αφήνει μεγαλόπρεπα να περνά το φως του από τις τρύπες! Αυτές εμείς οι άνθρωποι τις λέμε αστέρια!... Και τα κοιτάμε και ρεμβάζουμε... κι αναπολούμε... κι ονειρευόμαστε... Πού να ξέραμε πως είναι τ' απομεινάρια ενός κουρελιού, αποτέλεσμα βίας κι απληστίας!... Μπορεί και να το ξέρουμε... Αλλά επίσης ξέρουμε πως κάποια στιγμή, στο ανοιγόκλεισμα των ματιών μας, θα αντικρύσουμε το θαύμα της ανατολής, θα πλημμυρίσουμε φώς και ζωή και θα γίνουμε μάρτυρες της ανάστασής του!
Μπροστά σε όλα αυτά που είδα, ένιωσα μικρή... πολύ μικρή... μα πλούσια! Πολύ πλούσια!...
Και το φεγγάρι το κατάλαβε και γοητεύτηκε απο τις αστραπές που έβγαζαν τα μάτια μου!
Τότε με έσφιξε πιο δυνατά και έγινε φωτιά! Μου είπε για τα ταξίδια που θα κάναμε, για τις νύχτες που επρόκειται να ακολουθήσουν και για τα τόσα άλλα πράγματα που είχε να μου δείξει!... Κι αμέσως βγήκα από τα σπάργανα κι έγινα πεταλούδα που γυρίζει γύρω απ' το φως του!
Κι έσκυψε και με φίλησε!
Τα μαλλιά μου άστραψαν και φτερούγισαν στον αέρα σαν τις φλόγες!
...
Και πλησίασα πιο κοντά!
και πιο κοντά!
...πιο κοντά...
Κι ένα φιλί ακόμη... και μου ρούφηξε από τα χείλη μου τη ζωή...
"Θέλει να τη μοιραστεί μαζί μου!" σκέφτηκα...
κι άφησα να βγει από το στήθος μου βαρύς αναστεναγμος!...
Και πριν καλά-καλά τελειώσει η σκέψη μου..., μου πήρε την ψυχή!
Ξαφνικά τα χέρια του λύθηκαν και γλίστρησα με δύναμη στη θάλασσα...
δεν πρόλαβα να νιώσω στο στομάχι το κενό...
Έσκασε η πλάτη μου στα κύματα κι έσπασε χίλια κομμάτια...
Βρέθηκα μεσοπέλαγα με τα κόκκαλα μου ρημαγμένα, τα χέρια και τα πόδια μου παράλυτα, ..να παλεύω να σώσω το κουφάρι μου... δεν είχα να πιαστώ από πουθενά... Κι έτσι παραδόθηκα... κι αφέθηκα να γίνω αφρός...

1 σχόλιο: